ιστορικός

ιστορικός
-ή, -ό (ΑΜ ἱστορικός, -ή, -όν) [ιστορία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός
μελετητής τής ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο αληθινός («τα πρόσωπα τού δράματος είναι ιστορικά»)
2. αυτός που παρουσιάζει ή εξετάζει το αντικείμενο του από την άποψη τής εξέλιξης του («εξετάζει τα πράγματα κατά τρόπο ιστορικό»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός
ο καθηγητής τού μαθήματος τής ιστορίας
4. το ουδ. ως ουσ. το ιστορικό
α) η μορφή με την οποία συνέβη ή εξελίχθηκε κάποιο γεγονός ή ζήτημα, έκθεση γεγονότων με τη μορφή που έγιναν
β) ιατρ. η μορφή τής εξέλιξης μιας ασθένειας
5. φρ. α) «ιστορικοί χρόνοι»
i) οι χρόνοι για τα γεγονότα τών οποίων υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ή άλλα τεκμήρια, σε αντιδιαστολή με τους μυθικούς χρόνους
ii) γραμμ. οι χρόνοι που δηλώνουν ότι η δράση τού υποκειμένου ανάγεται στο παρελθόν
β) «ιστορικός ενεστώς» — ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται αντί αορίστου, δηλαδή για γεγονότα αναφερόμενα στο παρελθόν
γ) «ιστορικό μουσείο» — το μουσείο στο οποίο εκτίθενται αντικείμενα που έχουν σχέση με την ιστορία τού τόπου ή αναπαριστούν σειρά γεγονότων
δ) «ιστορικό δράμα» και «ιστορικό μυθιστόρημα» — το δράμα ή το μυθιστόρημα τού οποίου η υπόθεση έχει ληφθεί από πραγματικά γεγονότα
ε) «ιστορική γραφή» — η ορθογραφία που έχει παραδοθεί από τα κείμενα
στ) «ιστορικός υλισμός» — η εφαρμογή τών αρχών τού διαλεκτικού υλισμού στη μελέτη τής κοινωνίας και η αντίστοιχη θεωρία, κατά την οποία η εξέλιξη τών τρόπων παραγωγής τών υλικών αγαθών είναι η κύρια δύναμη που καθορίζει την εξέλιξη τής ζωής τής κοινωνίας και την εξέλιξη τής ιστορίας ζ) «ιστορικό κόστος» — το πραγματικό κόστος που προκύπτει από τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν, υπολογιζόμενες στην πραγματική τους τιμή ή στην τιμή τής αντικατάστασής τους
(νεοελλ.- μσν.) πολύ σημαντικός, αξιομνημόνευτος
μσν.
επιτήδειος στη ζωγραφική
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα, στην εξέταση, ο επιστημονικός, ο ακριβής
2. αυτός που είναι καλά πληροφορημένος για κάτι, ο γνώστης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱστορικόν
η ιστορία.
επίρρ...
ιστορικώς και -ά (ΑΜ ἱστορικῶς)
με τρόπο ιστορικό
μσν.-αρχ.
επιστημονικά, με ακρίβεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἱστορικός — exact masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστορικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στην ιστορία: Ιστορικό σύγγραμμα. – Ιστορικές μελέτες. – Ιστορικές πηγές. – Ιστορική εξέλιξη. – Iστορικό μουσείο. 2. φρ., «ιστορική γραφή ή ιστορική ορθογραφία μιας λέξης», γραφή σύμφωνα με την ετυμολογία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστορικός, ο — η επιστήμονας που μελετά ή διδάσκει την ιστορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱστορικά — ἱστορικός exact neut nom/voc/acc pl ἱστορικά̱ , ἱστορικός exact fem nom/voc/acc dual ἱστορικά̱ , ἱστορικός exact fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστορικώτερον — ἱστορικός exact adverbial comp ἱστορικός exact masc acc comp sg ἱστορικός exact neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστορικῶν — ἱστορικός exact fem gen pl ἱστορικός exact masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστορικόν — ἱστορικός exact masc acc sg ἱστορικός exact neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμήνι — Ιστορικός οικισμός της νεότερης νεολιθικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.), κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη (βλ. λ. Διμήνιο), 4 χλμ. ΝΔ του Βόλου. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1887, με τη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων,… …   Dictionary of Greek

  • παυσίμαχος — Ιστορικός και γεωγράφος από τη Σάμο. Έζησε σε άγνωστη εποχή. Έγραψε τις Κτίσεις, ιστορία και περιγραφή της Γης. * * * ον, Α επιγρ. αυτός που καταπαύει τη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μαχος …   Dictionary of Greek

  • Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”